- ασκοτείνιαστος
- -η, -οI. εκείνος που δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη, που δεν έχει σκεπαστεί απ' το σκοτάδι της νύχτας («ασκοτείνιαστος ουρανός»)II. επίρρ. φρ. «φτάσαμε ασκοτείνιαστα» — φτάσαμε προτού να βραδιάσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασκοτείνιαστος — ασκοτείνιαστος, η, ο και ασκοτάδιαστος, η, ο και ασκοτίδιαστος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε σκοτείνιασε, που δεν τον πρόλαβε η νύχτα: Τάχυναν το βήμα για να φτάσουν στο χωριό ασκοτείνιαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασκοτάδιαστος — η, ο ο ασκοτείνιαστος … Dictionary of Greek
ασκότιστος — η, ο (Α ἀσκότιστος, ον) [σκοτίζω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει σκοτούρες, ο αζάλιστος αρχ. ο ασκοτείνιαστος, ο λαμπερός … Dictionary of Greek